Σκοτώνουν τα καΐκια όταν γεράσουν

Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη 

Στο ναυπηγείο, τον ταρσανά του κ. Μ. Ψαρρού στο Πέραμα, η μυρωδιά του ξύλου σε «πνίγει». Μαζί με την πίσσα και το ρετσίνι. Πλεούμενα χτίζονται, βαρκαλάδες επισκευάζονται. Ανάμεσα σε σκαλωσιές, φαλάγγια, µποτέλια, κι ένα σωρό εργαλεία, όλα ατάκτως ερριµμένα. Σανίδια που καρφώνονται χιαστί με μαεστρία. Δρυς και φτελιά. Κυπαρίσσι και πεύκο ελληνικό, κατά προτίμηση σαμιώτικο ή μυτιληνιό. Που είναι πικρό και διώχνει το σκουλήκι. Ξυσίματα, μετρήματα πάνω σε σχέδια, σε χνάρια. Ξεπατικώματα σε φύλλα ξύλου με φυσική «στραβάδα». Καρφώματα για να φτιαχτεί ο νομέας, ο σκελετός. Πέτσωμα, τρίψιμο, στοκάρισμα, περάσματα. Θαλασσινοί μεζέδες, κρασάκι και νησιώτικη μουσική.

Στο νου έρχονται οι πρώτες ζωγραφιές των παιδικών χρόνων. Τα παραμύθια των γιαγιάδων. Οι γοργόνες στις πλώρες. Η Παναγιά δίπλα στον Αϊ-Νικόλα. Η Χίος, τα Ψαρά, οι Κυδωνιές και η Σμύρνη. Η καθέλκυση, σαν άλλη βάφτιση. Στίχοι για τα καΐκια και τα τρεχαντήρια από τις χαρές των οικογενειών μας. Ο «καπετάν Αντρέας Ζέπος», του μεγάλου Γ. Παπαϊωάννου. Ο «Αϊ-Νικόλας» του Τσιτσάνη. Το «Σου σκάλισα καΐκι» του Γ. Καλατζή. Ο Ν. Καββαδίας. Οι πίνακες του Βολονάκη αλλά και του Σ. Σόρογκα, πιο κοντά στο σήμερα αυτοί, με τα εγκαταλελειμμένα σκαριά, τα ρημαγμένα κουφάρια με τις ανοιχτές τρύπες που χάσκουν σκοτάδια. Μονάζοντας, άλλοτε ακινητοποιημένα πάνω στη γη κι άλλοτε σε ακαθόριστες λευκές επιφάνειες, σε ατέρμονες πλεύσεις. «Πράγματα που αλλάξαν τη μορφή μας / βαθύτερα απ’ τη σκέψη και περισσότερο / δικά μας όπως το αίμα και περισσότερο / βυθίσανε στην κάψα του μεσημεριού / πίσω από τα κατάρτια», όπως έγραψε ο Σεφέρης. Όλοι αυτοί κατάφεραν να μετατρέψουν την ομορφιά, ακόμα και την εγκατάλειψη, των καϊκιών σε ποιητικές εικόνες, σε αιωνιότητα.

Η πραγματικότητα δυστυχώς είναι πολύ διαφορετική. Τα σκάφη που σκαρώθηκαν για να ταιριάξουν με τις θάλασσες μας, κι όχι μόνο, τα ξύλινα σκαριά, καμαρωμένα ερημοκλήσια με τις γυναικείες καμπύλες, που άντεχαν μόνο στη σύγκριση με την ομορφιά των γλάρων, του κύματος του μελτεμιού και της θείας κοινωνίας του ήλιου και της θάλασσας, πεθαίνουν. Τα καρνάγια λιγοστεύουν, τα παραδοσιακά ελληνικά σκαριά, τα καΐκια, τα τρεχαντήρια, οι σκούνες, τα καραβόσκαρα, τα «περάματα», οι «μπότηδες» και οι «βαρκαλάδες». Η ίδια η ελληνική παραδοσιακή ναυπηγική τέχνη, με τους καλαφάτες, τους καραβομαραγκούς, τους ιστιοράφους, τους αρμαδόρους και, πάνω στα καράβια, τους ναυτίλους, τους λοστρόμους, τα δομικά κομμάτια της ελληνικής ναυτοσύνης, βαδίζουν προς την ολοκληρωτική, την επαίσχυντη καταστροφή. Οχι επειδή κυριαρχεί το πλαστικό. Επειδή κυριαρχούν οι... άνθρωποι. Οι κοντόφθαλμες «λογικές» και οι επιδοτήσεις. Οι αριθμοί, τα δημοσιονομικά και η δήθεν προστασία του περιβάλλοντος. Μα, πάνω απ’ όλα, η νεοελληνική πολυνομία. Αυτά τα σκοτώνουν. Με αυτά είναι αντιμέτωπα. Με τα σαράντα -και βάλε- κύματα της γραφειοκρατίας. Χωρίς να ιδρώνει το αυτί κανενός «υπευθύνου». Σε έναν ακόμα θανατηφόρο αυτοχειριασμό. Με την παράδοση και τον πολιτισμό να δέχονται καίρια πλήγματα από το «τσεκούρι» μιας ακόμα σύγχρονης πολιτικο-κοινωνικής ψυχοπάθειας. Επιβεβαιώνοντας, και σε αυτή την περίπτωση, τον Ουμπέρτο Εκο: «Ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά πολλές φορές την επικυρώνει».

Αλιεία με πλαστικά σκάφη

Όπως καταγγέλλουν οι Ν. Καβαλιέρος και Μ. Ψαρρός, πρόεδρος και επίτιμος πρόεδρος αντίστοιχα του Ελληνικού Συνδέσμου Παραδοσιακών Σκαφών, περισσότερα από 12.000 παραδοσιακά σκάφη καταστράφηκαν εξαιτίας μιας απαράδεκτης ερμηνείας ενός κανονισμού της Ε.Ε. που είχε στόχο την προστασία των αλιευμάτων. Τον έλεγχο της υπεραλίευσης, ο οποίος φυσικά δεν επιτυγχάνεται, καθώς η αλιεία συνεχίζεται με πλαστικά και φουσκωτά. Και όχι μόνο. Με νομοθετικές ρυθμίσεις που αφήνουν, ακόμα και τώρα, στο απυρόβλητο πασίγνωστες παθογένειες. Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, δεν φταίει η κοινοτική νομοθεσία, η οποία ισχύει και σε άλλες χώρες, αλλά ή ερμηνεία της και η ελληνική συμφεροντολογική «εφαρμογή» της. Από την ελληνική πολιτεία, τους πολλαπλούς εκπροσώπους της, έως τα πολυποίκιλα συμφέροντα περί την αλιεία. Χωρίς βεβαίως να παραβλέπονται οι ευθύνες των ιδιωτών. «Από τις αμέσως επόμενες ημέρες αρχίζει νέα καταστροφή. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η... απόσυρση, η πολιτιστική μας κληρονομιά θα θρηνεί 13.785 αλιευτικά, ξύλινα κυρίως, παραδοσιακά σκάφη, προς τις χωματερές. Όμως δεν έγινε κανένας έλεγχος για να διαπιστωθεί η πολιτιστική αξία των σκαφών που θα καταστραφούν από το κράτος. Δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να τα αποτυπώσουμε πριν τα καταστρέψουμε. Κάθε ένα ξύλινο αλιευτικό είναι από μόνο του ένα έργο τέχνης, χωρίς να υπάρχει αντίγραφο του. Οι προφορικές διαβεβαιώσεις σύσσωμου του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας, ότι «κάτι καλό» θα γίνει για τη μη συνέχιση της καταστροφής των ξύλινων αλιευτικών σκαφών, ήταν απλώς μια εξαγγελία για τη συσκότιση της υποθέσεως. Η αναλγησία που επιδεικνύει το υπουργείο Αγροτικής (δήθεν) Ανάπτυξης είναι εξοργιστική», υπογραμμίζουν.

Ο Σύνδεσμος έχει συγκεντρώσει όλα τα απαραίτητα έγγραφα και τις κοινοτικές διατάξεις που στην ουσία αφήνουν περιθώρια για τη σωτηρία τους, καθώς θα μπορούσαν να μείνουν στη θάλασσα. Εδώ και χρόνια, έχει προτείνει αντί της καταστροφής την αλλαγή χρήσης των αλιευτικών σκαφών σε ιδιωτικά ή επαγγελματικά σκάφη αναψυχής με αγορά τους μέσω της διαδικασίας εκποίησής τους από τον ΟΔΔΥ, στο πρότυπο των αυτοκινήτων, προς κάθε Έλληνα η αλλοδαπό φίλο της ελληνικής παραδοσιακής χειροποίητης ναυπηγικής τέχνης. Όπως κάνουν άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, ακόμα και η Τουρκία, που αναδεικνύουν τα παραδοσιακά σκάφη είτε μέσω της μετατροπής τους σε ζωντανά μουσεία είτε μέσω του τουρισμού. Όλοι γνωρίζουν την τεράστια κίνηση στη γείτονα με τα εκατοντάδες μεγάλα, νεότευκτα, ξύλινα καΐκια που κάνουν ημερήσια ταξίδια στις ακτές της Ιωνίας. Εδώ, στην Ελλαδάρα, μερικοί που εισέπραξαν τα χρήματα τα οποία αντιστοιχούσαν στην αποζημίωση για την απόσυρση του σκάφους τους, επέλεξαν με αυτά να αγοράσουν πλαστικό που χρειάζεται λιγότερη συντήρηση και έτσι να συνεχίσουν το ψάρεμα. Άσε που βολεύονται και όλοι όσοι θέλουν να πουλήσουν πλαστικά. Συν ότι στη χώρα μας φορολογούνται με το ίδιο καθεστώς τα υπερσύγχρονα πλαστικά ταχύπλοα με τα παραδοσιακά καΐκια, αφαιρώντας κάθε κίνητρο στους κατόχους. Το βασικότερο όμως είναι ότι δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο το οποίο να ορίζει ποια αλιευτικά σκάφη νοούνται ως παραδοσιακά (προδιαγραφές κ.τ.λ.), τις διαδικασίες με τις οποίες αυτά τα σκάφη θα χρησιμοποιούνται ως μουσειακά εκθέματα, καθώς επίσης και τη διαδικασία και την εύρεση πόρων για τη διατήρηση και συντήρησή τους. Κανένας δεν γνωρίζει και δεν μπορεί να πει ποιος είναι αρμόδιος. Και, ως συνήθως, ο ένας «δείχνει» τον άλλον. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης υποδεικνύει το Πολιτισμού, το Πολιτισμού δηλώνει άγνοια. Κάπου μπαίνει στη μέση και η αρμόδια για τον έλεγχο σκαφών Επιθεώρηση του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και γίνεται μύλος...

Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία που μας έδωσαν πηγές στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Από το 1995 έως το 2015 μόνο 26 σκάφη χρησιμοποιήθηκαν για μουσειακούς σκοπούς και τα περισσότερα εξ αυτών έχουν πλέον καταστραφεί από την έλλειψη συντήρησης, η οποία βαραίνει τον εκάστοτε φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί η ευθύνη διατήρησης του σκάφους. Το 2014 συστάθηκε ομάδα εργασίας για την «Προστασία και Ανάδειξη των Παραδοσιακών Σκαφών και της Ξυλοναυπηγικής τέχνης του Ελληνικού Χώρου», η οποία δεν ολοκλήρωσε το έργο της. Εκτός από ένα αίτημα του υπουργείου Πολιτισμού το 2015, κανένας φορέας, μέχρι και σήμερα, δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη χρήση αυτών των σκαφών ως μουσειακών.

Η περίφημη πολιτική βούληση αναζητείται. Και σε αυτό το θέμα. Με την πολιτιστική κληρονομιά να παραπέμπεται στις καλένδες. Και με τον άμεσο κίνδυνο οι επόμενες γενιές να μη γνωρίζουν τι θα πει τρεχαντήρι ή, στην καλύτερη περίπτωση, να τα βλέπουν μόνο από το... Google. Και, στο μεσοδιάστημα, όλοι οι νοήμονες να «τρελαίνονται» με αρνήσεις, όπως αυτή του Τελωνείου Πειραιά να επιτρέψει ακόμα και τη χορήγηση σχετικής άδειας ώστε να πραγματοποιηθεί στους χώρους του λιμανιού το 3ο Ναυτικό Σαλόνι Παραδοσιακών Σκαφών! Ντροπή.

Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία που μας έδωσαν πηγές στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Από το 1995 έως το 2015 μόνο 26 σκάφη χρησιμοποιήθηκαν για μουσειακούς σκοπούς και τα περισσότερα εξ αυτών έχουν πλέον καταστραφεί από την έλλειψη συντήρησης, η οποία βαραίνει τον εκάστοτε φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί η ευθύνη διατήρησης του σκάφους. Το 2014 συστάθηκε ομάδα εργασίας για την «Προστασία και Ανάδειξη των Παραδοσιακών Σκαφών και της Ξυλοναυπηγικής τέχνης του Ελληνικού Χώρου», η οποία δεν ολοκλήρωσε το έργο της. Εκτός από ένα αίτημα του υπουργείου Πολιτισμού το 2015, κανένας φορέας, μέχρι και σήμερα, δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη χρήση αυτών των σκαφών ως μουσειακών.

Η περίφημη πολιτική βούληση αναζητείται. Και σε αυτό το θέμα. Με την πολιτιστική κληρονομιά να παραπέμπεται στις καλένδες. Και με τον άμεσο κίνδυνο οι επόμενες γενιές να μη γνωρίζουν τι θα πει τρεχαντήρι ή, στην καλύτερη περίπτωση, να τα βλέπουν μόνο από το... Google. Και, στο μεσοδιάστημα, όλοι οι νοήμονες να «τρελαίνονται» με αρνήσεις, όπως αυτή του Τελωνείου Πειραιά να επιτρέψει ακόμα και τη χορήγηση σχετικής άδειας ώστε να πραγματοποιηθεί στους χώρους του λιμανιού το 3ο Ναυτικό Σαλόνι Παραδοσιακών Σκαφών! Ντροπή.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 20 Φεβρουαρίου, αρ. τεύχους 62.